- παραίσθηση
- Λαθεμένη αισθητηριακή αντίληψη που οφείλεται σε παρερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί. Πρέπει να τη διακρίνουμε από την ψευδαίσθηση, κατά την οποία σχηματίζεται αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση του ατόμου χωρίς να υπάρχει ερέθισμα ικανό να την παραγάγει.
παραισθησιογόνα φάρμακα. Ουσίες που εκτρέπουν την ψυχική δραστηριότητα από το φυσιολογικό.
* * *η / παραίσθησις, -ήσεως, ΝΑ [παραισθάνομαι]νεοελλ.1. (ψυχιατρ.) εσφαλμένη ερμηνεία ενός αισθητηριακού δεδομένου, λ.χ. οπτικού, ακουστικού, απτικού κ.ά., που εμφανίζεται κυρίως σε βλάβες τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων2. φρ. α) «οπτικές παραισθήσεις»(ψυχιατρ.) παραισθήσεις που αφορούν στη μορφή, στο περίγραμμα, στις διαστάσεις, στον αριθμό ή στην κίνηση πραγμάτων και προσώπων, αλλ. μεταμορφοψίεςβ) «ακουστικές παραισθήσεις»(ψυχιατρ.) παραισθήσεις κατά τις οποίες οι ήχοι μεταβάλλονται, φαίνονται ισχυρότεροι και πλησιέστεροι ή, αντίθετα, ασθενέστεροι και απομακρυσμένοι ή αλλάζουν ο τόνος και η χροιά τουςαρχ.ψευδής αντίληψη, απάτη τών αισθήσεων.
Dictionary of Greek. 2013.